Το Σύνταγμα Εθελοντών Δωδεκανησίων αποτελεί μία από τις πιο ιδιαίτερες σελίδες του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου. Παρά το γεγονός ότι η Δωδεκάνησος βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή από το 1912, αυτό δεν εμπόδισε τους Δωδεκανήσιους να συμμετάσχουν δυναμικά στον αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία. Εκατοντάδες άνδρες κάθε ηλικίας, επαγγέλματος και μορφωτικού επιπέδου, προσήλθαν εθελοντικά για να ενταχθούν στο Σύνταγμα, με την ελπίδα ότι θα συμβάλουν άμεσα στην απελευθέρωση των νησιών τους. Η προσπάθεια αυτή καθοδηγήθηκε από τη Δωδεκανησιακή Νεολαία Αθηνών, η οποία πίεσε τις ελληνικές αρχές να δεχθούν τους εθελοντές. Μετά από επιμονή, ο Ιωάννης Μεταξάς αποδέχτηκε τελικά την κατάταξη των Δωδεκανησίων, παρά το γεγονός ότι είχαν ιταλική υπηκοότητα λόγω της κατοχής.
Η συγκρότηση του Συντάγματος, αν και επιτυχής, δεν ήταν εύκολη. Οι εθελοντές έπρεπε να αντιμετωπίσουν σημαντικές ελλείψεις σε εξοπλισμό και υλικά, καθώς οι υποσχέσεις για ενίσχυση από τους Άγγλους δεν εκπληρώθηκαν ποτέ. Την εκπαίδευση των ανδρών ανέλαβε ο έφεδρος λοχαγός Μάρκος Κλαδάκης από τη Σύμη, ο οποίος διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην οργάνωση και την προετοιμασία της μονάδας. Το Σύνταγμα αποτελούνταν από άνδρες από διάφορα νησιά της Δωδεκανήσου, όπως η Ρόδος, η Κάλυμνος, η Σύμη και η Κως, καθώς και από εθελοντές που ζούσαν στο εξωτερικό. Στις αρχές Ιανουαρίου 1941, οι εθελοντές ορκίστηκαν σε επίσημη τελετή και έλαβαν την πολεμική σημαία, την οποία είχαν κατασκευάσει Δωδεκανήσιες γυναίκες, σε μια κίνηση που συμβόλιζε τη σύνδεση της μάχης τους με την εθνική απελευθέρωση.
Παρά τις δυσκολίες, το Σύνταγμα Εθελοντών Δωδεκανησίων έπαιξε σημαντικό ρόλο στο Αλβανικό μέτωπο, ενταγμένο στην 20ή Μεραρχία του Ελληνικού Στρατού. Οι εθελοντές ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό, αν και αντιμετώπισαν μεγάλες ελλείψεις σε οπλισμό και εφόδια, καθώς η υποσχεθείσα βοήθεια από τους Άγγλους δεν έφτασε ποτέ. Η εκπαίδευση των ανδρών ήταν σύντομη, με επικεφαλής τον έφεδρο λοχαγό Μάρκο Κλαδάκη, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση και εμψύχωση του Συντάγματος. Η αυταπάρνηση και το θάρρος των εθελοντών αποδείχθηκαν παραδειγματικά, ειδικά σε μια εποχή που η πατρίδα τους βρισκόταν υπό ξένη κατοχή, και η ελπίδα για απελευθέρωση των Δωδεκανήσων ήταν ο κοινός τους στόχος.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την γερμανική εισβολή τον Απρίλιο του 1941, το Σύνταγμα υπέστη σοβαρές απώλειες και τελικά διαλύθηκε. Οι εθελοντές, που βρέθηκαν αντιμέτωποι με ισχυρές γερμανικές δυνάμεις, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους. Πολλοί από αυτούς επέστρεψαν στην Αθήνα, όπου συμμετείχαν ενεργά στην Εθνική Αντίσταση κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Άλλοι κατόρθωσαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή, όπου εντάχθηκαν στον Ελληνικό Βασιλικό Στρατό και στον Ιερό Λόχο. Η συνεισφορά τους στον πόλεμο δεν σταμάτησε ποτέ, παρόλο που το Σύνταγμα δεν κατάφερε να επιβιώσει ως ενιαία στρατιωτική μονάδα.
Ταυτόχρονα, οι Ιταλοί κατοχικοί αρχές στη Δωδεκάνησο ενέτειναν τις διώξεις εναντίον των οικογενειών των εθελοντών, γνωρίζοντας καλά τον ρόλο που είχαν παίξει στον αγώνα κατά των δυνάμεων του Άξονα. Παρά τις δυσκολίες αυτές, η θυσία και η γενναιότητα των εθελοντών Δωδεκανησίων άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στον ελληνικό αγώνα για ελευθερία, εμπνέοντας τους κατοίκους των νησιών τους και συμβάλλοντας ουσιαστικά στον εθνικό αγώνα, τόσο στο μέτωπο όσο και στην αντίσταση κατά των κατακτητών.